Η όμορφή γριούλα που
κάθεται σε κείνο το παγκάκι
Κοιτά τα άστρα και
της είναι τόσο γνώριμα
Θαρρείς και κάποτε
ανάμεσα τους ζούσε
Κοιτά κατάματα την
ευτυχία της μα αυτή είναι λάμψεις μακριά
της
Κι ύστερα σηκώνεται
με τόση δυσφορία
Να ναι τα πόδια της
που την πονούν ή η ζωηρή καρδιά της ;
Κάθε βήμα της και πιο
βαρύ
Κάθε χτύπος της δόλιας
της καρδιάς και πιο γοργός
Και έπειτα ένας θόρυβος
και μια λάμψη να πέφτει καταγής
Ποιος θα αναλάβει να
κάνει τώρα μιαν ευχή;